- ἀτρομήτου
- ἄτρομοςfearlessmasc/fem/neut gen sgἀτρόμητοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Κούπερ, Τζέιμς Φένιμορ — (James Fenimore Cooper, Μπάρλινγκτον, Νιου Τζέρσεϊ 1789 – Κούπερσταουν, Νέα Υόρκη 1851). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος μεγαλοκτηματία αποίκου των δυτικών περιοχών, ο Κ. μεγάλωσε σε επαφή με την παρθένα φύση που τη μεταμόρφωσαν οι πρωτοπόροι και με… … Dictionary of Greek
Κρόκετ, Ντέιβι — (Davy Crockett, Γκριν Κάουντι, Τενεσί 1786 – Άλαμο 1836). Αμερικανός πιονέρος και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους τύπους των ανθρώπων της μεθορίου (frontier), οι οποίοι, προικισμένοι με μεγάλο θάρρος και αδάμαστη επιμονή,… … Dictionary of Greek